συνναυτίλλομαι

συνναυτίλλομαι
Α
ταξιδεύω δια θαλάσσης μαζί με κάποιον άλλο («τὴν αὐτὴν ἀλλήλοις συνναυτιλλόμεθα θάλασσαν», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ναυτίλλομαι «είμαι ναυτικός, ασχολούμαι με τη ναυτιλία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”